σύμπους

σύμπους
-ουν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» — σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο
β) «σύμπους ανθοταξία» — διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους
αρχ.
1. (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη
2. δεμένος, αυτός που τού έχουν βάλει δεσμά στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. περί-πους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακεφαλία — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * Ιατρ. τερατογονία που συνίσταται σε… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”